ποταμοπλοΐα

ποταμοπλοΐα
η, Ν
η ναυσιπλοΐα σε πλωτούς ποταμούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποταμός + -πλοΐα (< -πλους < πλέω), πρβλ. ναυσι-πλοΐα. Η λ. μαρτυρείται από το 1846 στον Περ. Αργυρόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποταμοπλοΐα — η πλεύσιμο στους ποταμούς με πλοίο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • λιμάνι — Προστατευμένη φυσική ή τεχνητή περιοχή σε παραλία, σε όχθη ποταμού ή λίμνης, που προσφέρεται για την ασφαλή παραμονή των πλοίων, όπου μέσω λιμενικών εγκαταστάσεων, τα πλοία έχουν τη δυνατότητα φορτοεκφόρτωσης εμπορευμάτων, μεταφοράς επιβατών,… …   Dictionary of Greek

  • μονοπώλιο — Οικονομικός όρος που χαρακτηρίζει μια κατάσταση της αγοράς, όπου όλη η προσφορά ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας είναι συγκεντρωμένη στα χέρια ενός μόνο υποκειμένου, του μονοπωλητή. Για να χαρακτηριστεί μια αγορά ως μονοπωλιακή θα πρέπει η επιχείρηση …   Dictionary of Greek

  • πέτρος — I Όνομα αγίων της Ανατ. και της Δυτ. Oρθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ένας από τους δώδεκα Απόστολους, τιμώμενος ως μια από τις μεγαλύτερες μορφές του χριστιανισμού. Το αρχικό όνομά του, που αλλάχτηκε από τον Ιησού σε Κηφά (πέτρα), ήταν Σίμων· γιος του… …   Dictionary of Greek

  • ποτάμιος — α, ο / ποτάμιος, ον, ΝΜΑ, και ποτάμείος Α [ποταμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ποταμό ή προέρχεται από αυτόν, ποταμήσιος (α. «ποτάμια ύδατα» β. «παρ ὄχθαις ποταμίαις», Αισχύλ. γ. «ποτάμια ποτά», Σοφ. δ. «ποτάμιος κύκνος», Ευρ.) αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ποταμός — Στη φυσική γεωγραφία είναι υδάτινο ρεύμα, που χαρακτηρίζεται από μία σχετική συνέχεια και σταθερότητα τροφοδοσίας και με τομή κοίτης, γενικά, αρκετά ομαλή. Συνήθως αντιδιαστέλλεται από τον χείμαρρο, που έχει πιο ανώμαλους και απότομους… …   Dictionary of Greek

  • Ασουάν — (Aswàn). Πόλη (1.113.500 κάτ. το 2002) της Αιγύπτου, στην Άνω Αίγυπτο, πρωτεύουσα του ομώνυμου κυβερνείου (679 τ. χλμ.). Η πόλη είναι χτισμένη στη θέση της αρχαίας Συήνης. Εκτείνεται κατά μήκος της δεξιάς όχθης του Νείλου, επάνω σε μια χαμηλή… …   Dictionary of Greek

  • Ζίγκφελντ, Φλόρεντς — (Florenz Ziegfeld, Σικάγο 1869 – Χόλιγουντ 1932). Αμερικανός θεατρικός επιχειρηματίας. Αρκετά νέος ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του, που τον ανέδειξε σε θρυλική μορφή στον κόσμο του θεάματος. Το 1907 εισήγαγε στις ΗΠΑ τη μεγάλη επιθεώρηση αλά γαλλικά …   Dictionary of Greek

  • Λουντβιχσχάφεν — (Ludwigshafen am Rhein). Πόλη (164.200 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο Ρηνανίας Παλατινάτου. Βρίσκεται στην αριστερή όχθη του Ρήνου, απέναντι από την πόλη Μάνχαϊμ. Αποτελεί λιμάνι με ζωηρή εμπορική κίνηση, εξυπηρετούμενο συγκοινωνιακά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”